Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Visitor
01
επισκέπτης, επισκέπτρια
someone who enters a place, such as a building, city, or website, for a particular purpose
Παραδείγματα
The museum welcomed thousands of visitors during the holiday season.
Το μουσείο υποδέχτηκε χιλιάδες επισκέπτες κατά τη διάρκεια των διακοπών.
The museum welcomed visitors from around the world, offering guided tours and interactive exhibits.
Το μουσείο υποδέχτηκε επισκέπτες από όλο τον κόσμο, προσφέροντας ξεναγήσεις και διαδραστικές εκθέσεις.
Λεξικό Δέντρο
visitor
visit



























