unworthy
un
ʌn
αν
wor
ˈwɜr
ουερρ
thy
ði
δι
British pronunciation
/ʌnwˈɜːði/

Ορισμός και σημασία του "unworthy"στα αγγλικά

01

ανάξιος, χωρίς αξία

having no value
example
Παραδείγματα
The damaged jewelry was unworthy of the high price tag.
Τα κατεστραμμένα κοσμήματα ήταν ανάξια της υψηλής τιμής.
Investing in that failing company seems unworthy of the risk.
Η επένδυση σε αυτή την αποτυχημένη εταιρεία φαίνεται ανάξια του κινδύνου.
02

ανάξιος, ποταπός

not deserving of respect, attention, or reward
example
Παραδείγματα
His actions were deemed unworthy of the honor he sought.
Οι πράξεις του θεωρήθηκαν ανάξιες της τιμής που επιζητούσε.
She felt unworthy of the praise, knowing how much work others had put in.
Αισθάνθηκε ανάξια των επαίνων, γνωρίζοντας πόση δουλειά είχαν κάνει οι άλλοι.
03

ανάξιος, ανάξιος

not deserving

Λεξικό Δέντρο

unworthy
worthy
worth
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store