Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unworthy
01
ανάξιος, χωρίς αξία
having no value
Παραδείγματα
The damaged jewelry was unworthy of the high price tag.
Τα κατεστραμμένα κοσμήματα ήταν ανάξια της υψηλής τιμής.
Investing in that failing company seems unworthy of the risk.
Η επένδυση σε αυτή την αποτυχημένη εταιρεία φαίνεται ανάξια του κινδύνου.
Παραδείγματα
His actions were deemed unworthy of the honor he sought.
Οι πράξεις του θεωρήθηκαν ανάξιες της τιμής που επιζητούσε.
She felt unworthy of the praise, knowing how much work others had put in.
Αισθάνθηκε ανάξια των επαίνων, γνωρίζοντας πόση δουλειά είχαν κάνει οι άλλοι.
03
ανάξιος, ανάξιος
not deserving
Λεξικό Δέντρο
unworthy
worthy
worth



























