Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unwonted
01
ασυνήθιστος, σπάνιος
uncommon or not customary
Παραδείγματα
The sudden and unwonted appearance of a rare bird species attracted the attention of birdwatchers in the area.
Η ξαφνική και ασυνήθιστη εμφάνιση ενός σπάνιου είδους πτηνού προσέλκυσε την προσοχή των παρατηρητών πτηνών στην περιοχή.
The athlete displayed unwonted agility, surprising both teammates and opponents during the game.
Ο αθλητής επέδειξε ασυνήθιστη ευκινησία, εκπλήσσοντας τόσο τους συμπαίκτες όσο και τους αντιπάλους κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Λεξικό Δέντρο
unwontedly
unwonted
wonted
wont



























