Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unthinkable
01
αδιανόητο, αφάνταστο
beyond what is acceptable or reasonable to imagine
Παραδείγματα
Losing the championship was unthinkable for the team.
Η απώλεια του πρωταθλήματος ήταν αδιανόητη για την ομάδα.
It was once unthinkable to travel to space as a tourist.
Κάποτε ήταν αδιανόητο να ταξιδεύεις στο διάστημα ως τουρίστας.
Λεξικό Δέντρο
unthinkably
unthinkable
thinkable
think



























