Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
untapped
01
αναξιοποίητος, μη αντλούμενος
not subjected to tapping
02
αξιοποιημένος, αχρησιμοποίητος
not drawn upon or used
Λεξικό Δέντρο
untapped
tapped
tap
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αναξιοποίητος, μη αντλούμενος
αξιοποιημένος, αχρησιμοποίητος
Λεξικό Δέντρο