Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to untie
01
ξεδένω, λύνω
to separate the parts of a lace, string, etc. that form a knot
02
ξεδένω, χαλαρώνω
cause to become loose
Λεξικό Δέντρο
untie
tie
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ξεδένω, λύνω
ξεδένω, χαλαρώνω
Λεξικό Δέντρο