Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
untidy
01
ακατάστατος, ατημέλητος
not properly organized or cared for
Παραδείγματα
His desk was untidy, with papers scattered everywhere.
Το γραφείο του ήταν ακατάστατο, με χαρτιά σκορπισμένα παντού.
The kids left the playroom untidy, with toys all over the floor.
Τα παιδιά άφησαν το δωμάτιο παιχνιδιών ακατάστατο, με παιχνίδια σκορπισμένα παντού στο πάτωμα.
02
ακατάστατος, ατημέλητος
(of a person) not keeping one's things clean or organized
Παραδείγματα
He is quite untidy and often leaves his belongings everywhere.
Είναι αρκετά ακατάστατος και συχνά αφήνει τα πράγματά του παντού.
She admits she is a bit untidy and does not like organizing.
Παραδέχεται ότι είναι λίγο ακατάστατη και δεν της αρέσει να οργανώνει.
Λεξικό Δέντρο
untidy
tidy



























