Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
untainted
01
άψογος, αμόλυντος
(of reputation) free from blemishes
02
άψογος, καθαρός
free from any form of corruption, pollution, or impurity and external influences
Λεξικό Δέντρο
untainted
tainted
taint
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άψογος, αμόλυντος
άψογος, καθαρός
Λεξικό Δέντρο