LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Untainted
/ʌntˈeɪntɪd/
/ənˈteɪntɪd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "untainted"
untainted
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
αμόλυντη
(of reputation) free from blemishes
stainless
unstained
unsullied
untarnished
02
αμόλυντη
free from any form of corruption, pollution, or impurity and external influences
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App