Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unpersuasive
01
μη πειστικός, αδύναμος στην πειθώ
lacking the ability to convince or compel agreement, often due to weak or inadequate reasoning
Παραδείγματα
His unpersuasive argument failed to change anyone ’s mind during the debate.
Το μη πειστικό επιχείρημά του απέτυχε να αλλάξει τη γνώμη κανενός κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
The evidence presented in the case was too unpersuasive to support the claim.
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην υπόθεση ήταν πολύ μη πειστικά για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό.
Λεξικό Δέντρο
unpersuasive
persuasive
persuade



























