Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undisturbed
01
απείραχτος, ήσυχος
left alone without interference or interruption
Παραδείγματα
The wildlife sanctuary provided a habitat where animals could live undisturbed.
Το καταφύγιο άγριας ζωής παρείχε έναν βιότοπο όπου τα ζώα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς διαταραχή.
She preferred to work in an environment that was undisturbed to focus on her writing.
Προτιμούσε να εργάζεται σε ένα ανενόχλητο περιβάλλον για να επικεντρωθεί στη γραφή της.
Λεξικό Δέντρο
undisturbed
disturbed
disturb



























