Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undisputed
01
αδιαμφισβήτητος, αναμφίβολος
accepted as true or genuine, without any doubt or disagreement
Παραδείγματα
The undisputed leader of the team led by example, inspiring everyone with their dedication.
Ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ομάδας έδωσε το παράδειγμα, εμπνέοντας όλους με την αφοσίωσή του.
Her undisputed talent in painting earned her recognition as one of the greatest artists of her generation.
Το αδιαμφισβήτητο ταλέντο της στη ζωγραφική της χάρισε την αναγνώριση ως μιας από τις μεγαλύτερες καλλιτέχνιδες της γενιάς της.
Λεξικό Δέντρο
undisputedly
undisputed
disputed
dispute



























