Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undomesticated
01
ακατάλληλος για εξημέρωση, άγριος
not domesticated
02
αξεσκόλιστος, ασυνήθιστος στην οικιακή ζωή
unaccustomed to home life
Λεξικό Δέντρο
undomesticated
domesticated
...
domest
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακατάλληλος για εξημέρωση, άγριος
αξεσκόλιστος, ασυνήθιστος στην οικιακή ζωή
Λεξικό Δέντρο