Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undoubtable
01
αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος
impossible to question or deny
Παραδείγματα
His undoubtable expertise in the field earned him widespread respect among his peers.
Η αδιαμφισβήτητη εμπειρογνωμοσύνη του στον τομέα του χάρισε ευρεία σεβασμό ανάμεσα στους συναδέλφους του.
The undoubtable accuracy of the measurements ensured the success of the experiment.
Η αναμφίβολη ακρίβεια των μετρήσεων εξασφάλισε την επιτυχία του πειράματος.



























