Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uncool
01
όχι κουλ, ξεπερασμένος
not fashionable, popular, or socially acceptable
Παραδείγματα
Wearing socks with sandals is totally uncool.
Το φοράω κάλτσες με σανδάλια είναι εντελώς άκοολ.
That joke was uncool; no one laughed.
Αυτό το αστείο ήταν όχι κουλ ; κανείς δεν γέλασε.
Λεξικό Δέντρο
uncool
cool



























