Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unashamedly
01
αναιδώς, χωρίς ντροπή
in a way that shows no guilt, embarrassment, or regret
Παραδείγματα
She unashamedly admitted to loving reality TV.
Εκείνη αναιδώς παραδέχτηκε ότι αγαπά την τηλεόραση ρεαλιτι.
He unashamedly took credit for the team's success.
Αυτός αναιδώς πήρε την πίστωση για την επιτυχία της ομάδας.
Λεξικό Δέντρο
unashamedly
ashamedly
ashamed



























