Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unattached
01
αποσυνδεδεμένος, μη προσαρτημένος
not fastened together
02
ελεύθερος, ανύπαντρος
not currently involved in a romantic or committed relationship
Παραδείγματα
After her breakup, she was happily unattached and enjoying her independence.
Μετά το χωρισμό της, ήταν ευτυχώς αδέσμευτη και απολάμβανε την ανεξαρτησία της.
He has been unattached for years, focusing on his career instead of relationships.
Είναι ανύπαντρος εδώ και χρόνια, εστιάζοντας στην καριέρα του αντί στις σχέσεις.
03
ελεύθερος, μη προσαρτημένος
(of animals) able to swim about; not attached
Λεξικό Δέντρο
unattached
attached
attach



























