Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unassailable
01
αδιαμφισβήτητος, ανέπαφος
so flawless that cannot be questioned or denied
02
απρόσβλητος, απροσπέλαστος
without the potential of getting attacked
03
απροσβλήτιστος, αδιαμφισβήτητος
not capable of being criticized, attacked, or doubted
Παραδείγματα
The defense attorney presented an unassailable case, leaving no room for doubt.
Ο δικηγόρος υπεράσπισης παρουσίασε μια απρόσβλητη υπόθεση, χωρίς να αφήσει περιθώριο αμφιβολίας.
The historical data provided an unassailable foundation for their theory.
Τα ιστορικά δεδομένα παρείχαν μια αδιαμφισβήτητη βάση για τη θεωρία τους.
Λεξικό Δέντρο
unassailably
unassailable
assailable
assail



























