Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
truthful
01
αληθινός, ειλικρινής
(of a person) telling the truth without deceit or falsehood
Παραδείγματα
She was a truthful friend who never hid the facts.
Ήταν μια ειλικρινής φίλη που ποτέ δεν έκρυβε τα γεγονότα.
A truthful witness is essential for a fair trial.
Ένας αληθινός μάρτυρας είναι απαραίτητος για μια δίκαιη δίκη.
Παραδείγματα
His truthful statement matched the evidence perfectly.
Η αληθινή του δήλωση ταίριαζε τέλεια με τα στοιχεία.
The documentary provided a truthful account of historical events.
Το ντοκιμαντέρ παρείχε μια αληθινή αφήγηση των ιστορικών γεγονότων.
Λεξικό Δέντρο
truthfully
truthfulness
untruthful
truthful
truth



























