Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
trifling
01
ασήμαντος, τετριμμένος
without any value or importance
Παραδείγματα
She dismissed his excuses as trifling and irrelevant to the issue at hand.
Απέρριψε τις δικαιολογίες του ως ασήμαντες και άσχετες με το θέμα.
The argument over the color of the logo seemed trifling in the context of the company's larger goals.
Η διαφωνία για το χρώμα του λογότυπου φαινόταν ασήμαντη στο πλαίσιο των μεγαλύτερων στόχων της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
trifling
trifle



























