trifle
tri
ˈtraɪ
τραι
fle
fəl
φαλ
British pronunciation
/tɹˈa‍ɪfə‍l/

Ορισμός και σημασία του "trifle"στα αγγλικά

01

ένα ελαφρύ επιδόρπιο, ένα γλυκό πιάτο φτιαγμένο με στρώσεις κέικ

a sweet dish made with layers of cake, custard, jelly, and cream
trifle definition and meaning
02

ασήμαντο πράγμα, μικροπράγμα

something of small importance
03

ασήμαντη λεπτομέρεια, μικροπράγμα

a detail that is considered insignificant
to trifle
01

δεν παίρνω στα σοβαρά, αντιμετωπίζω με ελαφρότητα

consider not very seriously
02

φερόμαστε επιπολαία, περιφέρομαι ανεύθυνα

act frivolously
03

σπαταλώ χρόνο, τεμπελιάζω

waste time; spend one's time idly or inefficiently
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store