Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Trifle
01
ένα ελαφρύ επιδόρπιο, ένα γλυκό πιάτο φτιαγμένο με στρώσεις κέικ
a sweet dish made with layers of cake, custard, jelly, and cream
02
ασήμαντο πράγμα, μικροπράγμα
something of small importance
03
ασήμαντη λεπτομέρεια, μικροπράγμα
a detail that is considered insignificant
to trifle
01
δεν παίρνω στα σοβαρά, αντιμετωπίζω με ελαφρότητα
consider not very seriously
02
φερόμαστε επιπολαία, περιφέρομαι ανεύθυνα
act frivolously
03
σπαταλώ χρόνο, τεμπελιάζω
waste time; spend one's time idly or inefficiently



























