Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
treacherous
01
προδοτικός, δόλιος
inclined to deceive or betray others for personal gain or advantage
Παραδείγματα
He proved to be treacherous when he leaked sensitive information to their competitors.
Αποδείχθηκε προδοτικός όταν διέρρευσε ευαίσθητες πληροφορίες στους ανταγωνιστές τους.
She was known for her treacherous nature, always looking out for her own interests at the expense of others.
Ήταν γνωστή για την προδοτική της φύση, πάντα να κοιτάζει τα δικά της συμφέροντα εις βάρος των άλλων.
02
προδοτικός, επικίνδυνος
posing a hidden or sudden threat
Παραδείγματα
The hikers navigated the treacherous mountain path with caution.
Οι πεζοπόροι πλοήγησαν το επιβουλευτικό βουνίσιο μονοπάτι με προσοχή.
Ice made the roads treacherous during the storm.
Ο πάγος έκανε τους δρόμους επιβλαβείς κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
Λεξικό Δέντρο
treacherously
treacherous



























