Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
treacherously
01
προδοτικά, επικίνδυνα
in a highly dangerous or risky manner
Παραδείγματα
The river flowed treacherously fast, creating dangerous currents for swimmers.
Ο ποταμός έρεε προδοτικά γρήγορα, δημιουργώντας επικίνδυνες ροές για τους κολυμβητές.
The icy road conditions made driving treacherously slippery and hazardous.
Οι παγωμένες συνθήκες του δρόμου έκαναν την οδήγηση προδοτικά ολισθηρή και επικίνδυνη.
02
προδοτικά, άπιστα
in a disloyal and faithless manner
Λεξικό Δέντρο
treacherously
treacherous



























