LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Treadle
/tɹˈɛdəl/
/tɹˈɛdəl/
Noun (2)
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "treadle"
Treadle
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
πατητήρι
a lever that is operated with the foot
foot lever
foot pedal
pedal
02
πατητήρι
a mechanical device activated by the weight or movement of a train's wheels, typically used to trigger signals or track switches
to treadle
ΡΉΜΑ
01
κινώ με τα πόδια
operate (machinery) by a treadle
02
κινώ με τα πόδια
tread over
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App