Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
treasonable
01
προδοτικός, σχετικός με προδοσία
involving or relating to the betrayal of someone or something
Λεξικό Δέντρο
treasonably
treasonable
treason
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
προδοτικός, σχετικός με προδοσία
Λεξικό Δέντρο