Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
transfixed
01
γοητευμένος, μαγεμένος
captivated or mesmerized, often with intense focus or astonishment
Παραδείγματα
The audience was transfixed by the magician's final trick.
Το κοινό γοητεύτηκε από το τελευταίο τρικ του μάγου.
She stood transfixed, staring at the beautiful sunset.
Στάθηκε καθηλωμένη, κοιτάζοντας τον όμορφο ηλιοβασίλεμα.
Λεξικό Δέντρο
transfixed
transfix



























