Bewitched
volume
British pronunciation/bɪwˈɪt‍ʃt/
American pronunciation/bɪˈwɪtʃt/

Ορισμός και Σημασία του "bewitched"

01

captured, as if under a spell

word family

witch

witch

Noun

bewitch

Verb

bewitched

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store