Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bewildering
01
συγχέων, μπερδεμένος
causing confusion or lack of understanding
Παραδείγματα
The bewildering array of choices made it hard to decide.
Η συγχυσμένη σειρά επιλογών έκανε δύσκολη την απόφαση.
His bewildering behavior left everyone questioning his intentions.
Η συγχυσική του συμπεριφορά άφησε όλους να αμφισβητούν τις προθέσεις του.
Λεξικό Δέντρο
bewilderingly
bewildering
bewilder



























