Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bewitched
01
μαγεμένος, γοητευμένος
under a magical or irresistible influence
Παραδείγματα
She stared at the dancer with a bewitched look on her face.
Κοίταξε τον χορευτή με ένα μαγεμένο βλέμμα στο πρόσωπό της.
His bewitched smile suggested he was under some magical charm.
Το μαγεμένο χαμόγελό του υποδήλωνε ότι βρισκόταν κάτω από κάποια μαγική γοητεία.
Λεξικό Δέντρο
bewitched
bewitch
witch



























