Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
topical
01
τοπικός, επιφανειακός
pertaining to the surface of a body part
02
θεματικός, τοπικός
of or relating to or arranged by topics
Παραδείγματα
The debate covered many topical issues, such as climate change and social justice.
Η συζήτηση κάλυψε πολλά επίκαιρα θέματα, όπως η κλιματική αλλαγή και η κοινωνική δικαιοσύνη.
The news show always features segments on the most topical subjects of the day.
Η ειδησεογραφική εκπομπή παρουσιάζει πάντα τμήματα για τα πιο επίκαιρα θέματα της ημέρας.
Λεξικό Δέντρο
topicality
topicalize
topically
topical
topic



























