Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Topic
01
θέμα
a matter that is dealt with in a conversation, text, or study
Παραδείγματα
The professor introduced the main topic of today's lecture: cultural anthropology.
Ο καθηγητής εισήγαγε το κύριο θέμα της σημερινής διάλεξης: πολιτιστική ανθρωπολογία.
She chose an interesting topic for her research paper on climate change.
Επέλεξε ένα ενδιαφέρον θέμα για την ερευνητική της εργασία σχετικά με την κλιματική αλλαγή.
02
θέμα, τοπικό
some situation or event that is thought about
Λεξικό Δέντρο
topical
topic



























