Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
titillating
01
διεγερτικός, ερεθιστικός
pleasantly and superficially exciting
Παραδείγματα
The movie was criticized for its titillating scenes that overshadowed the plot.
Η ταινία επικρίθηκε για τις ερεθιστικές σκηνές της που επισκίασαν την πλοκή.
Many readers found the novel's titillating dialogue to be both entertaining and scandalous.
Πολλοί αναγνώστες βρήκαν τον ερεθιστικό διάλογο του μυθιστορήματος τόσο διασκεδαστικό όσο και σκανδαλώδη.
03
γαργαλητός, διεγερτικός
exciting by touching lightly so as to cause laughter or twitching movements
Λεξικό Δέντρο
titillating
titillate



























