Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Titillation
01
γαργαλητό, τιτίλα
the act of tickling
02
γαργαλητό, ευχάριστη διέγερση
an agreeable arousal
03
γαργαλητό, μυρμήγκιασμα του ενθουσιασμού
a tingling feeling of excitement (as from teasing or tickling)
Λεξικό Δέντρο
titillation
titillate



























