Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
timidly
01
δειλά, με δισταγμό
in a way that shows fear, hesitation, or lack of confidence
Παραδείγματα
He timidly raised his hand to ask a question.
Αυτός δειλά σήκωσε το χέρι του για να κάνει μια ερώτηση.
She timidly approached the unfamiliar dog.
Εκείνη πλησίασε δειλά το άγνωστο σκυλί.



























