Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Textbook
01
σχολικό βιβλίο, εγχειρίδιο
a book used for the study of a particular subject, especially in schools and colleges
Παραδείγματα
The textbook for the biology course is quite comprehensive.
Το σχολικό βιβλίο για το μάθημα βιολογίας είναι αρκετά περιεκτικό.
She bought a new textbook for her economics class.
Αγόρασε ένα νέο σχολικό βιβλίο για το μάθημα οικονομικών της.
textbook
01
τυπικός, κλασικός
highly typical example of a particular situation, behavior, or concept
Παραδείγματα
His response was a textbook example of how to handle criticism gracefully.
Η απάντησή του ήταν ένα σχολικό παράδειγμα του πώς να χειρίζεται κανείς την κριτική με χάρη.
The situation was a textbook case of poor planning and miscommunication.
Η κατάσταση ήταν ένα σχολικό παράδειγμα κακού σχεδιασμού και παρανόησης.
Λεξικό Δέντρο
textbook
text
book



























