textual
tex
ˈtɛk
τεκ
tual
ˌsʧuəl
στσουαλ
British pronunciation
/tˈɛkst‍ʃuːə‍l/

Ορισμός και σημασία του "textual"στα αγγλικά

01

κειμενικός, σχετικός με το κείμενο

relating to or concerning written or printed material
example
Παραδείγματα
The textual analysis of the novel focused on themes of identity and belonging.
Η κειμενική ανάλυση του μυθιστορήματος επικεντρώθηκε στα θέματα της ταυτότητας και της συμμετοχής.
The textual evidence supported the author's argument in the essay.
Η κειμενική απόδειξη υποστήριξε το επιχείρημα του συγγραφέα στο δοκίμιο.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store