Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Textile
01
κλωστοϋφαντουργικό, ύφασμα
any type of knitted, felted or woven cloth
Παραδείγματα
The factory produces high-quality textiles for clothing.
Το εργοστάσιο παράγει υψηλής ποιότητας υφάσματα για ρούχα.
The market sold colorful textiles made from natural fibers.
Η αγορά πωλούσε πολύχρωμα κεντήματα φτιαγμένα από φυσικές ίνες.
textile
01
υφαντουργικός, σχετικός με τα υφάσματα
of or relating to fabrics or fabric making



























