Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
testy
01
ευερέθιστος, οξύθυμος
having a tendency to become easily irritated or annoyed
Παραδείγματα
After a long day of work, he became testy and snapped at his coworkers over minor mistakes.
Μετά από μια μακρά μέρα δουλειάς, έγινε ευερέθιστος και φώναξε στους συναδέλφους του για μικρά λάθη.
She avoided speaking to her boss when he was in a testy mood, preferring to approach him when he seemed more relaxed.
Απέφευγε να μιλάει με το αφεντικό της όταν ήταν σε ευερέθιστη διάθεση, προτιμώντας να τον πλησιάζει όταν φαινόταν πιο χαλαρός.
Λεξικό Δέντρο
testily
testiness
testy



























