Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
systematic
01
συστηματικός, μεθοδικός
done according to a planned and orderly system
Παραδείγματα
The systematic approach to problem-solving involved following a clear step-by-step procedure.
Η συστηματική προσέγγιση για την επίλυση προβλημάτων περιλάμβανε την ακολουθία μιας σαφούς διαδικασίας βήμα προς βήμα.
The systematic study of the data revealed patterns that were previously unnoticed.
Η συστηματική μελέτη των δεδομένων αποκάλυψε μοτίβα που προηγουμένως δεν είχαν παρατηρηθεί.
02
συστηματικός
relating to the organized classification of organisms based on shared traits and evolutionary relationships
Παραδείγματα
His research in systematic botany led to the discovery of new plant species.
Η έρευνά του στην συστηματική βοτανική οδήγησε στην ανακάλυψη νέων ειδών φυτών.
Systematic studies in taxonomy rely on both genetic and morphological data.
Οι συστηματικές μελέτες στην ταξινομία βασίζονται τόσο σε γενετικά όσο και σε μορφολογικά δεδομένα.
Λεξικό Δέντρο
systematically
unsystematic
systematic
system



























