Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to systemize
01
συστηματοποιώ, οργανώνω σύμφωνα με ένα σύστημα
to sort or put into order according to a specific system
Transitive: to systemize sth
Παραδείγματα
The librarian systemized the books according to genre and author.
Ο βιβλιοθηκάριος συστηματοποίησε τα βιβλία ανάλογα με το είδος και τον συγγραφέα.
The company systemized its filing process to improve efficiency.
Η εταιρεία συστηματοποίησε τη διαδικασία αρχειοθέτησής της για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα.
Λεξικό Δέντρο
systemizer
systemize
system



























