
Αναζήτηση
systemically
01
συστηματικά, γενικά
in a manner that involves or affects an entire system
Example
The changes were implemented systemically to improve overall efficiency.
Οι αλλαγές εφαρμόστηκαν συστηματικά, γενικά για να βελτιωθεί η συνολική αποδοτικότητα.
The problem was addressed systemically to prevent recurrence.
Το πρόβλημα απευθύνθηκε συστηματικά, γενικά για να αποτραπεί η επανάληψη.

Συναφή Λέξεις