Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
systemic
01
συστημικός, παγκόσμιος
related to the entire structure and not only a specific part of it
Παραδείγματα
Systemic changes are necessary to address inefficiencies in the healthcare system.
Οι συστημικές αλλαγές είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση των αναποτελεσματικοτήτων στο σύστημα υγείας.
The systemic issue of income inequality affects people across various socioeconomic backgrounds.
Το συστημικό πρόβλημα της ανισότητας εισοδημάτων επηρεάζει ανθρώπους από διάφορα κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα.
Λεξικό Δέντρο
systemic
system



























