Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sweeping
01
ευρύς, ολοκληρωμένος
wide-ranging or covering a large area or scope
Παραδείγματα
The CEO presented a sweeping strategy to revitalize the company, addressing issues from marketing to internal operations.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος παρουσίασε μια ευρεία στρατηγική για την αναζωογόνηση της εταιρείας, αντιμετωπίζοντας ζητήματα από το μάρκετινγκ έως τις εσωτερικές λειτουργίες.
The novel provided a sweeping narrative that spanned multiple generations, exploring the lives of interconnected characters.
Το μυθιστόρημα παρείχε μια ευρεία αφήγηση που κάλυπτε πολλές γενιές, εξερευνώντας τις ζωές διασυνδεδεμένων χαρακτήρων.
02
γενικευτικός, ευρύς
having a tendency to make broad or overly general statements, often without sufficient detail or consideration
Παραδείγματα
His sweeping generalizations about the situation ignored many important details.
Οι ευρείες γενικεύσεις του για την κατάσταση αγνοούσαν πολλές σημαντικές λεπτομέρειες.
The politician made sweeping claims about the economy that lacked evidence.
Ο πολιτικός έκανε ευρείς ισχυρισμούς για την οικονομία που στερούνταν αποδείξεων.
Παραδείγματα
The sweeping coastline was visible from the hilltop.
Η ευρεία ακτογραμμή ήταν ορατή από την κορυφή του λόφου.
She made a sweeping gesture with her hand to signal the start of the event.
Έκανε μια ευρεία χειρονομία με το χέρι της για να σηματοδοτήσει την έναρξη της εκδήλωσης.
Sweeping
01
σκούπισμα, καθαρισμός
the act of cleaning or clearing an area, usually with a broom or similar tool
Παραδείγματα
The janitor was busy doing the sweeping in the hallway.
Ο επιστάτης ήταν απασχολημένος με το σκούπισμα στο διάδρομο.
The politician 's sweeping of the issue allowed him to avoid difficult questions.
Ο σκούπισμα του θέματος από τον πολιτικό του επέτρεψε να αποφύγει δύσκολες ερωτήσεις.
Λεξικό Δέντρο
sweepingly
sweeping
sweep



























