Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
all-embracing
01
ολοκληρωτικός, περιεκτικός
comprehensive and wide-ranging in scope, covering or including everything within a particular context
Παραδείγματα
The new policy aims to be all-embracing, addressing the needs of every department.
Η νέα πολιτική στοχεύει να είναι ολοκληρωμένη, καλύπτοντας τις ανάγκες κάθε τμήματος.
Her all-embracing love for humanity inspired her to dedicate her life to charity.
Η ολοκληρωτική αγάπη της για την ανθρωπότητα την ενέπνευσε να αφιερώσει τη ζωή της στη φιλανθρωπία.



























