Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
supercilious
01
υπεροπτικός, αλαζονικός
treating others as if one is superior to them
Παραδείγματα
His supercilious remarks made everyone at the meeting uncomfortable.
Οι αυθάδεις παρατηρήσεις του έκαναν όλους στη συνάντηση να νιώθουν άβολα.
She wore a supercilious smile while discussing her achievements.
Φορούσε ένα αλαζονικό χαμόγελο ενώ συζητούσε για τα επιτεύγματά της.
1.1
υπεροπτικός, περιφρονητικός
showing contempt or disdain through an attitude of superiority
Παραδείγματα
At the conference, he adopted a supercilious attitude, belittling the contributions of his peers.
Στο συνέδριο, υιοθέτησε μια αυθάδης στάση, υποτιμώντας τις συνεισφορές των συνομηλίκων του.
Her supercilious remarks about the artwork revealed her disdain for contemporary styles.
Οι αυθάδεις παρατηρήσεις της για το έργο τέχνης αποκάλυψαν την περιφρόνησή της για τα σύγχρονα στυλ.
Λεξικό Δέντρο
superciliously
superciliousness
supercilious



























