Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
condescending
01
υπεροπτικός, περιφρονητικός
behaving in a way that makes others feel inferior or belittled
Παραδείγματα
The actor's condescending attitude towards his fans did not go unnoticed.
Η καταδεκτική στάση του ηθοποιού απέναντι στους θαυμαστές του δεν πέρασε απαρατήρητη.
She did n't like the way the store manager was condescending to her when she asked for a refund.
Δεν της άρεσε ο τρόπος με τον οποίο ο διευθυντής του καταστήματος ήταν υπεροπτικός απέναντί της όταν ζήτησε επιστροφή χρημάτων.
Λεξικό Δέντρο
condescendingly
condescendingness
condescending
condescend



























