Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
arrogant
01
αλαζονικός, υπεροπτικός
showing a proud, unpleasant attitude toward others and having an exaggerated sense of self-importance
Παραδείγματα
Despite his lack of experience, he acted in an arrogant manner, believing he knew better than everyone else.
Παρά την έλλειψη εμπειρίας του, ενεργούσε με αλαζονικό τρόπο, πιστεύοντας ότι γνώριζε καλύτερα από όλους τους άλλους.
Being confident is good, but do n’t let it turn into being arrogant.
Το να είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου είναι καλό, αλλά μην το αφήσεις να μετατραπεί σε αλαζονεία.
Λεξικό Δέντρο
arrogantly
arrogant
arrog



























