LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Condescending
/kˌɒndɪsˈɛndɪŋ/
/ˌkɑndɪˈsɛndɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "condescending"
condescending
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
συγκαταβατική συμπεριφορά
behaving in a way that makes others feel inferior or belittled
arch
patronising
patronizing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App