Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
succinct
01
σύντομος, περιεκτικός
expressed clearly and briefly, without losing the main points
Παραδείγματα
Her explanation was succinct, covering all the key points in just a few sentences.
Η εξήγησή της ήταν συνοπτική, καλύπτοντας όλα τα κύρια σημεία σε λίγες μόνο προτάσεις.
The memo was succinct, providing a clear summary of the new policy.
Το σημείωμα ήταν συνοπτικό, παρέχοντας μια σαφή περίληψη της νέας πολιτικής.
Λεξικό Δέντρο
succinctly
succinctness
succinct



























